χειρομάχισσα

χειρομάχισσα
ἡ, Μ
βλ. χειρομάχος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • χειρομάχος — ο, θηλ. χειρομάχισσα, ΝΜ, και χερομάχος Ν αυτός που ζει από την εργασία τών χεριών του, χειρώνακτας. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + μάχος (< μάχομαι), πρβλ. ναυ μάχος. Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργητική σημ.] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”